κοπροσκυλώ

κοπροσκυλώ
-άω
βλ. κοπροσκυλιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοπροσκυλώ — και κοπροσκυλάω και κοπροσκυλιάζω ζω σαν τα κοπρόσκυλα, περιφέρομαι άνεργος: Κοπροσκυλιάζει όλη την ημέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοπροσκυλιάζω — και κοπροσκυλώ, άω [κοπρόσκυλο] (για πρόσ.) είμαι κοπρίτης, περιφέρομαι σαν κοπρόσκυλο, είμαι τεμπέλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”